- φιλόθεος
- φιλόθεοςloving Godmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλόθεος — loving God masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόθεος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στα Σαμόσατα της Κομαγηνής, τον 3o αι., μαζί με τους Άβιβο, Ιάκωβο, Ιουλιανό, Παρηγόριο, Ρωμανό και Υπερέχιο. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Ιανουαρίου. 2. Ιδρυτής της μονής… … Dictionary of Greek
φιλόθεος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει το Θεό, θεοσεβής, ευσεβής. 2. το αρσ. ως ουσ., Φιλόθεος κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλόθεος ο Κόκκινος — Πατριάρχης (1353 54, 1364 76) της Κωνσταντινούπολης. Μόναζε στη μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και πριν χειροτονηθεί πατριάρχης είχε διατελέσει μητροπολίτης Ηρακλείας (1347 53). Διακρινόταν για τη χρηστότητα του ήθους, τη μόρφωση και τη … Dictionary of Greek
Βρυέννιος, Φιλόθεος — (1835 – 1914).Ιεράρχης και επιφανής θεολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και το 1865 έγινε διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Το 1874 πήρε μέρος, μαζί με τον αρχιμανδρίτη Ιωάννη Αναστασιάδη,… … Dictionary of Greek
Σκούφος, Φιλόθεος — Έλληνας ζωγράφος (Χανιά ; Ζάκυνθος 1685). Μοναχός και ηγούμενος της Μονής Χρυσοπηγής, στα Χανιά, μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645) κατάληξε στη Βενετία, όπου υπηρέτησε ως εφημέριος του Άγιου Γεώργιου των Ελλήνων (1655… … Dictionary of Greek
φιλοθεωτάτων — φιλόθεος loving God fem gen superl pl φιλόθεος loving God masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθεώτατον — φιλόθεος loving God masc acc superl sg φιλόθεος loving God neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθέως — φιλόθεος loving God adverbial φιλόθεος loving God masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόθεον — φιλόθεος loving God masc/fem acc sg φιλόθεος loving God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)